-
1 γαλα
γάλακτος (γᾰ) τό1) молоко Hom., Pind., Arst., Theocr., Plut.ἐν γάλακτι (ἐν γάλαξι) εἶναι Eur. или τρέφεσθαι Plat. — (о грудных младенцах и детенышах) питаться молоком;
ὀρνίθων γάλα погов. Arph., Luc. — птичье молоко, т.е. небывалое лакомство;Ἀφροδίτης γάλα Arph. = οἶνος2) млечно-белый сок(τῶν φυτῶν Arst.)
3) Arst. = γαλαξίας См. γαλαξιας -
2 Γάλα πολύ, λίγο τυρί
– Γάλα πολύ, λίγο τυρί• Больше дела, меньше слов• В многословии не без пустословияИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γάλα πολύ, λίγο τυρί
-
3 Πολλά λόγια είναι φτώχεια
– Γάλα πολύ, λίγο τυρί• Больше дела, меньше слов• В многословии не без пустословияИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πολλά λόγια είναι φτώχεια
-
4 μισός
η, ό половинный;μισή ώρα — полчаса;
μισή στροφή — полуоборот;
εμεινε μισός — или. έχει γίνει μισός από την... — он сильно похудел от...; — от него осталась половина;
αφήνω τη δουλειά μισή — оставить работу незаконченной;
η μισή δουλειά έγινε — работа наполовину сделана;
§ μισό και μισό — или μισά και μισά — наполовину, пополам;
τό γάλα είναι μισό και μισό — молоко наполовину разбавлено водой;
μισός άνθρωπος — инвалид;
μισές δουλειές κάνεις — ты не доделываешь до конца;
με μισό παπούτσι — почти босой
-
5 αφιημι
ион. ἀπίημι1) пускать, бросать, метать, кидать(ἔγχος Hom.: τοξεύματα Soph.; βέλος Her.; λίθον Arst.)
ἀφεῖναί τινα πόντιον Eur. — бросить кого-л. в море;ἀφεῖναι εἰς τέν γῆν τὸ σῶμα Plut. — броситься на землю;ἀ. πλοῖον κατὰ τὸν ποταμὸν φέρεσθαι Her. — пускать судно вниз по течению реки;οἱ Ἀθηναῖοι ἀπείθησαν Her. — афинянам был дан сигнал атаки2) направлять, вымещать(τὸν θυμὸν ἔς τινα Soph.)
ἀ. τέν ὀργέν εἰς τὸν τυχόντα Dem. — обрушить (свой) гнев на первого встречного (ср. 11)3) ронять, проливать(δάκρυα Aeschin.)
4) сбрасывать, осыпать(ἄνθος Hom.)
5) испускать, выделять(γάλα, σπέρμα Arst.)
παντοδαπὰ χρώματα ἀ. Plat. — принимать разные цвета;6) рождать, производить на свет(τὸ κύημα Arst.)
7) издавать, испускать(γύους Eur. - ср. 11; φωνάς Plat., Arst.)
8) произносить(ἔπος Soph.; φθογγήν Eur.)
9) отбрасывать прочь(ὅπλα Plat.)
10) ослаблять(μένος, sc. ἔγχεος Hom.)
11) бросать, прекращать(γόους Eur. - ср. 7; μόχθον Her.)
ἃς ἔχεις ὀργὰς ἄφες Aesch. — уйми свой гнев (ср. 2);τὰ δικαστήρια ἀ. Arph. — закрывать судебное заседание;πολιτείαν ἅπασαν ἀφεῖναι Plut. — совершенно отойти от политической деятельности12) отсылать прочь, отвергать, прогонять(γυναῖκα Her.; υἱόν Arst.)
13) утолять(δίψαν Hom.)
14) пускать в ход, применять(εἰς ἔργον πᾶσαν τέχνην Theocr.)
15) расторгать(ξυμμαχίαν Thuc.; γάμους Eur.)
16) отсылать, отпускать(τινὰ ζωόν Hom.; ἐς οἴκους Soph.)
τινὰ ἐλεύθερον ἀ. Plat. — отпускать кого-л. на свободу;Αἴγιναν αὐτόνομον ἀ. Thuc. — дать Эгине независимость17) распускать, демобилизовать(τὸν στρατόν Her.)
ἀφειμένης τῆς βουλῆς Dem. — после роспуска Совета18) юр. освобождать, оправдывать(τινὴ αἰτίην Her. и τινὸς αἰτίαν или τινὴ τέν δίκην Plut., τινὰ ἐγκλήματος Dem. и τῆς αἰτίας Plut.)
; med. отпускать (от себя)(τινος Plat.)
δειρῆς οὔπω ἀφίετο πήχεε Hom. — она не переставала обнимать (его) за шею19) отпускать, прощать(τινὴ χιλίας δραχμάς Dem.; φόρον τινί Polyb.)
εἰ ἀδικεῖ, ἄφες Plut. — если он провинился, прости (его)20) посвящать21) предоставлять, разрешатьἄφετε ἴδωμεν NT. — давайте посмотрим22) предоставлять в распоряжение, отдавать(Ἰωνίην τοῖς βαρβάροις Her.; τὰ πλήθη τοῖς στρατιώταις Polyb.)
23) оставлять без внимания или в пренебрежении, пренебрегать(τὰ θεῖα Soph.; med. περί τινος и ποιεῖν τι Arst.)
ἀ. ἀφύλακτόν τι Her. — оставлять что-л. без охраны;ἀ. τινὰ ἔρημον Soph. — бросать кого-л. в одиночестве24) оставлять неиспользованным, упускать(καιρόν Isocr.)
(εἰς τὸ πέλαγον Her., Thuc.)
-
6 ωμος
I.31) сырой, невареный(κρέας Hom.; γάλα Arst.; κριθαί Luc.)
τὸ ὕδωρ ὠμὸν οὐ λέγεται, ὅτι οὐ παχύνεται Arst. — вода (по-гречески) не называется сырой, так как (от варки она) не сгущается;ὠμούς τινας καταφαγεῖν Xen. — съесть кого-л. живьем, перен. жестоко расправиться с кем-л.2) спелый, зрелый (sc. συκῆ Arph.; βότρυς Xen.; ἥ ἐν τῷ περικαρπίῳ τροφή Arst.)3) не просушенный на солнце, необожженный(γῆ Xen.; κέραμος Arst.)
4) непереваренный(τροφή Plut.)
5) дикий, грубый, суровый, жестокий(δεσπότης, φρόνημα, ὀργή Aesch.; δαίμων Soph.; βούλευμα, στάσις Thuc.; ψυχή Plat.)
ὠ. εἶναι ἔς τινα Eur. — жестоко обращаться с кем-л.6) непреклонный, неумолимый(συκοφάντης Dem.)
τὸ γέννημ΄ ὠμὸν ἐξ ὠμοῦ πατρὸς τῆς παιδός Soph. — непреклонный нрав дочери (унаследованный) от непреклонного отца7) преждевременный(γῆρας Hom., Hes., Plut.)
II.ὅ плечо Her., Xen., Arph., Plut.ἐπ΄ ὤμου и (ἐπ΄) ὤμοις φέρειν или ὤμῳ (ὠμοισιν) и ἐπ΄ ὤμων ἔχειν Hom., Soph. — носить на плечах;
ὤμοις ἀριστεροῖσιν (pl. = sing.) Eur. — к левому плечу -
7 γεύμα
-
8 μέλι
(-ιτος и -ιοϋ) τό прям., перен. мед;μέλι αλιφασκήσιο — липовый мёд;
σταφύλια μέλι — виноград сладкий как мёд;
τα λόγια του είναι μέλι — речи у него медовые;
η γλώσσα του στάζει μέλι — его уста источают мед;
§ ο μήνας τού μέλιτος — медовый месяц;
όλα μέλι γάλα — все скандалы уже позади, они уже примирились; — всё теперь улажено
-
9 μύγα
μύγ||α η1) муха; 2) овод; слепень;τα 'πιάσε η μύγα τα ζά — овод замучил животных;
§ χάφτω μύγες — или βαράω μύγες — а) ловить мух, бездельничать; — б) ротозейничать, считать ворон;
βγάζει κι' από τη μύγα ξύγκι — он и из мухи сала натопит;
αυτό είναι σαν τη μύγ μεσ' στο γάλα — а) это подходит (тебе, ему, ей) как корове седло; — б) это сразу видно, это бросается в глаза;
κόλλησε σαν τη μύγα στο μέλι — он прилепился, как муха к мёду, пристал как банный лист;
σα μύγα σε βλέπω — ты для меня ничто, червяк
-
10 ποτήρι
τό1) стакан;ήπια ένα ποτήρι γάλα — я выпил стакан молока;
με το ποτήρι — стаканами;
2) рюмка; бокал;3) перен. (горькая) чаша;θα το πιούμε κι' αυτό το ποτήρι — придётся испить и эту чашу;
τό ποτήρι (υπομονής) ξεχείλισε — чаша (терпения) переполнилась;
§ αυτό είναι γερό ποτήρι — он много пьёт и не пьянеет
См. также в других словарях:
γάλα — το, ατος 1. υπόλευκο θρεπτικό υγρό που εκκρίνεται από τους μαστούς της γυναίκας ή των θηλαστικών ζώων: Μητρικό γάλα.–Πρόβειο γάλα.– Αγελαδινό γάλα. 2. κάθε υγρό που μοιάζει με γάλα: Γάλα καρύδας. 3. φρ., «Και του πουλιού το γάλα», το πιο σπάνιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
ασβέστου, γάλα — Εναιώρημα του υδροξειδίου του ασβεστίου Ca(OH)2 σε νερό. Επειδή o σβησμένος ασβέστης ή υδροξείδιο του ασβεστίου παρασκευάζεται με σβήσιμο του ενεργού ασβέστη με νερό, είναι λίγο διαλυτός στο νερό (ασβεστόνερο) και γι’ αυτό κατά κανόνα προτιμάται… … Dictionary of Greek
θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… … Dictionary of Greek
Σρι Λάνκα — Νησί της Νότιας Ασίας στα Ν της Ινδίας.H Σρι Λάνκα διαιρείται σε 25 επαρχίες: Kολόμπο, Kαμπάχα, Kαρουνγκέλα, Kάντι, Γκάλε, Kαλουτάρα, Pατναπούρα, Tζάφνα, Mατάρα, Kιγκαλί, Aνουρανταπούρα, Mπα(ν)τούλα, Πουτάλαμ, Nουβάρα Eλίγια, Xαμπαντότα, Aμπαράι … Dictionary of Greek
υποσιτισμός — (Ιατρ.). Ο υ. παρατηρείται στα βρέφη, των οποίων η μητέρα ή η τροφός δεν έχει αρκετό γάλα ή έχει γάλα κακής ποιότητας, (χωρίς αρκετό βούτυρο). Τα βρέφη που τρέφονται τεχνητά υποσιτίζονται αν το γάλα είναι φτωχό σε βούτυρο ή όταν οι μερίδες του… … Dictionary of Greek
θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… … Dictionary of Greek
αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… … Dictionary of Greek
διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… … Dictionary of Greek
άπηχτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πήξει: Το γάλα είναι ακόμη άπηχτο. 2. μτφ., αυτός που δεν ωρίμασε: Το μυαλό του είναι ακόμη άπηχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεκορίνο — το (τροφ. τεχνολ.) γενική ονομασία ιταλικών τυριών που παρασκευάζονται από μη αποβουτυρωμένο πρόβειο γάλα, είναι λευκά, συμπαγή, και έχουν πικάντικη γεύση … Dictionary of Greek